- ἀολλήδην
- ἀολλήδηνin a bodyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αολλής — ἀολλής, ές (Α) (πάντοτε στον πληθ.) 1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι 2. (για αντικείμενα) όλα μαζί 3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί επίρρ. ἀολλήδην ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *α FỊνής > *a Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής… … Dictionary of Greek